solde
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| solde | soldes |
Προφορά
- ⓘ
Εκφράσεις
Ουσιαστικό
solde (fr) αρσενικό
- (οικονομία) το υπόλοιπο ενός τραπεζικού λογαριασμού
- εμπόρευμα που πωλείται με μειωμένη τιμή
- (κατ’ επέκταση) έκπτωση
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.