πιστωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστωτικός η πιστωτική το πιστωτικό
      γενική του πιστωτικού της πιστωτικής του πιστωτικού
    αιτιατική τον πιστωτικό την πιστωτική το πιστωτικό
     κλητική πιστωτικέ πιστωτική πιστωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστωτικοί οι πιστωτικές τα πιστωτικά
      γενική των πιστωτικών των πιστωτικών των πιστωτικών
    αιτιατική τους πιστωτικούς τις πιστωτικές τα πιστωτικά
     κλητική πιστωτικοί πιστωτικές πιστωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πιστωτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πιστωτικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.