ὑπόβαθρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ὑπόβαθρον < ὑπό- + βάθρον

Ουσιαστικό

ὑπόβαθρον ουδέτερο

  • υπόβαθρο στήριξης (ανάκλιντρου, καθίσματος, μηχανήματος)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.