συνυποψήφιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνυποψήφιος | οι | συνυποψήφιοι |
| γενική | του | συνυποψήφιου & συνυποψηφίου |
των | συνυποψήφιων & συνυποψηφίων |
| αιτιατική | τον | συνυποψήφιο | τους | συνυποψήφιους & συνυποψηφίους |
| κλητική | συνυποψήφιε | συνυποψήφιοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
συνυποψήφιος αρσενικό (θηλυκό: συνυποψήφια)
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συνυποψήφιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.