υποθηκεύσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποθηκεύσιμος η υποθηκεύσιμη το υποθηκεύσιμο
      γενική του υποθηκεύσιμου της υποθηκεύσιμης του υποθηκεύσιμου
    αιτιατική τον υποθηκεύσιμο την υποθηκεύσιμη το υποθηκεύσιμο
     κλητική υποθηκεύσιμε υποθηκεύσιμη υποθηκεύσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποθηκεύσιμοι οι υποθηκεύσιμες τα υποθηκεύσιμα
      γενική των υποθηκεύσιμων των υποθηκεύσιμων των υποθηκεύσιμων
    αιτιατική τους υποθηκεύσιμους τις υποθηκεύσιμες τα υποθηκεύσιμα
     κλητική υποθηκεύσιμοι υποθηκεύσιμες υποθηκεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποθηκεύσιμος < υποθηκεύω + -ιμος

Επίθετο

υποθηκεύσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.