παραίνεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραίνεση οι παραινέσεις
      γενική της παραίνεσης* των παραινέσεων
    αιτιατική την παραίνεση τις παραινέσεις
     κλητική παραίνεση παραινέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραινέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραίνεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραίνεσις[1] < παρά + αἰνῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραίνεση

Ουσιαστικό

παραίνεση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.