υποθήκευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποθήκευση | οι | υποθηκεύσεις |
| γενική | της | υποθήκευσης* | των | υποθηκεύσεων |
| αιτιατική | την | υποθήκευση | τις | υποθηκεύσεις |
| κλητική | υποθήκευση | υποθηκεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποθηκεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈθi.kef.si/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.