υποδόριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποδόριος η υποδόρια το υποδόριο
      γενική του υποδόριου της υποδόριας του υποδόριου
    αιτιατική τον υποδόριο την υποδόρια το υποδόριο
     κλητική υποδόριε υποδόρια υποδόριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποδόριοι οι υποδόριες τα υποδόρια
      γενική των υποδόριων των υποδόριων των υποδόριων
    αιτιατική τους υποδόριους τις υποδόριες τα υποδόρια
     κλητική υποδόριοι υποδόριες υποδόρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποδόριος < υπο- + -δόριος < αρχαία ελληνική δορά (τομάρι, δέρμα), [1] απόδοση για τη γαλλική hypodermique[2]
Η λέξη ὑποδόριος μαρτυρείται από το 1869 [3]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈðo.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποδόριος
τονικό παρώνυμο: υποδορίως

Επίθετο

υποδόριος, -α, -ο

  1. που βρίσκεται κάτω από το δέρμα
    υποδόριος ιστός
    υποδόριο τσιπ
  2. που γίνεται κάτω από το δέρμα
    υποδόρια έγχυση, υποδόρια ένεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. υποδόριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. σελ. 1050, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.