τομάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τομάρι τα τομάρια
      γενική του τομαριού των τομαριών
    αιτιατική το τομάρι τα τομάρια
     κλητική τομάρι τομάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τομάρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τομάρι ουδέτερο

  1. το δέρμα, το πετσί
  2. (μειωτικό) η ανθρώπινη υπόσταση κάποιου, ο εαυτός του
  3. (υβριστικό) ο παλιάνθρωπος, ο τιποτένιος

Υποκοριστικά

  • τομαράκι

Συγγενικά

  • τομαράς

Σύνθετα

Μεταφράσεις

 δείτε τις λέξεις δέρμα και πετσί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.