υποδόρια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποδόρια < υποδόρι(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈðo.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δό‐ρι‐α
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υποδόρια
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υποδόρια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του υποδόριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υποδόριος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.