προεργασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεργασία οι προεργασίες
      γενική της προεργασίας των προεργασιών
    αιτιατική την προεργασία τις προεργασίες
     κλητική προεργασία προεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προεργασία < προ- + εργασία, (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Vorarbeit)

Ουσιαστικό

προεργασία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.