βάδιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βάδιση | οι | βαδίσεις |
| γενική | της | βάδισης* | των | βαδίσεων |
| αιτιατική | τη | βάδιση | τις | βαδίσεις |
| κλητική | βάδιση | βαδίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, βαδίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βάδιση < αρχαία ελληνική βάδισις < βαδίζω
Συνώνυμα
- βάδισμα
- βαδισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.