υποβαστάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποβαστάζομαι | υποβασταζόμουν(α) | θα υποβαστάζομαι | να υποβαστάζομαι | ||
| β' ενικ. | υποβαστάζεσαι | υποβασταζόσουν(α) | θα υποβαστάζεσαι | να υποβαστάζεσαι | (υποβαστάζου) | |
| γ' ενικ. | υποβαστάζεται | υποβασταζόταν(ε) | θα υποβαστάζεται | να υποβαστάζεται | ||
| α' πληθ. | υποβασταζόμαστε | υποβασταζόμαστε υποβασταζόμασταν |
θα υποβασταζόμαστε | να υποβασταζόμαστε | ||
| β' πληθ. | υποβαστάζεστε | υποβασταζόσαστε υποβασταζόσασταν |
θα υποβαστάζεστε | να υποβαστάζεστε | (υποβαστάζεστε) | |
| γ' πληθ. | υποβαστάζονται | υποβαστάζονταν υποβασταζόντουσαν |
θα υποβαστάζονται | να υποβαστάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποβαστάχτηκα | θα υποβασταχτώ | να υποβασταχτώ | υποβασταχτεί | ||
| β' ενικ. | υποβαστάχτηκες | θα υποβασταχτείς | να υποβασταχτείς | υποβαστάξου | ||
| γ' ενικ. | υποβαστάχτηκε | θα υποβασταχτεί | να υποβασταχτεί | |||
| α' πληθ. | υποβασταχτήκαμε | θα υποβασταχτούμε | να υποβασταχτούμε | |||
| β' πληθ. | υποβασταχτήκατε | θα υποβασταχτείτε | να υποβασταχτείτε | υποβασταχτείτε | ||
| γ' πληθ. | υποβαστάχτηκαν υποβασταχτήκαν(ε) |
θα υποβασταχτούν(ε) | να υποβασταχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υποβασταχτεί | είχα υποβασταχτεί | θα έχω υποβασταχτεί | να έχω υποβασταχτεί | υποβασταγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υποβασταχτεί | είχες υποβασταχτεί | θα έχεις υποβασταχτεί | να έχεις υποβασταχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υποβασταχτεί | είχε υποβασταχτεί | θα έχει υποβασταχτεί | να έχει υποβασταχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποβασταχτεί | είχαμε υποβασταχτεί | θα έχουμε υποβασταχτεί | να έχουμε υποβασταχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υποβασταχτεί | είχατε υποβασταχτεί | θα έχετε υποβασταχτεί | να έχετε υποβασταχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποβασταχτεί | είχαν υποβασταχτεί | θα έχουν υποβασταχτεί | να έχουν υποβασταχτεί | ||
Μεταφράσεις
υποβαστάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.