ανεπτυγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεπτυγμένος | η | ανεπτυγμένη | το | ανεπτυγμένο |
| γενική | του | ανεπτυγμένου | της | ανεπτυγμένης | του | ανεπτυγμένου |
| αιτιατική | τον | ανεπτυγμένο | την | ανεπτυγμένη | το | ανεπτυγμένο |
| κλητική | ανεπτυγμένε | ανεπτυγμένη | ανεπτυγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεπτυγμένοι | οι | ανεπτυγμένες | τα | ανεπτυγμένα |
| γενική | των | ανεπτυγμένων | των | ανεπτυγμένων | των | ανεπτυγμένων |
| αιτιατική | τους | ανεπτυγμένους | τις | ανεπτυγμένες | τα | ανεπτυγμένα |
| κλητική | ανεπτυγμένοι | ανεπτυγμένες | ανεπτυγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεπτυγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναπτύσσω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.ptiɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐πτυγ‐μέ‐νος
Μετοχή
ανεπτυγμένος, -η, -ο ή αναπτυγμένος
- που έχει ήδη αναπτυχθεί (όπως σε σωματική διάπλαση ή σε κάποιον τομέα)
- (για σχήμα) που είναι εκτεταμένο, απλωμένο
- ↪ ανεπτυγμένο τετράγωνο,ανεπτυγμένος κύβος
- που ως θέμα παρουσιάστηκε αναλυτικά και εμπεριστατωμένα χωρίς περιττά στοιχεία
- ↪ Το θέμα της έκθεσης ήταν ανεπτυγμένο πολύ σωστά
- που είναι αναλυμένος
- ↪Κάθε αριθμός μπορεί να γραφεί σε ανεπτυγμένη μορφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.