υπερπαστερίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερπαστερίωση | οι | υπερπαστεριώσεις |
| γενική | της | υπερπαστερίωσης | των | υπερπαστεριώσεων |
| αιτιατική | την | υπερπαστερίωση | τις | υπερπαστεριώσεις |
| κλητική | υπερπαστερίωση | υπερπαστεριώσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερπαστερίωση < υπερ- + παστερίωση
Ουσιαστικό
υπερπαστερίωση θηλυκό
- (χημεία) διαδικασία έντονης θέρμανσης ενός υγρού τροφίμου (γάλα, φρουτοχυμοί) σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 100 βαθμών Κελσίου, και εν συνεχεία ψύξης και αεροστεγούς συσκευασίας, προκειμένου να εξαφανιστούν τελείως βλαβεροί μικροοργανισμοί
- Η παραπάνω θερμική επεξεργασία (72-73°C για 15 δευτερόλεπτα) είναι υποχρεωτική, εφαρμόζεται διεθνώς και αποτελεί μέρος της νομοθεσίας σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Ο έλεγχος αυτής της επεξεργασίας διασφαλίζεται με δείκτες για την ασφάλεια του καταναλωτή, αλλά και για την διάκριση του γάλακτος αυτού από αυτό που έχει υποστεί μεγαλύτερη θερμική επεξεργασία (υπερπαστερίωση ή υψηλή παστερίωση). (*)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παστεριώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.