παστεριώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παστεριώνω < (λόγιο δάνειο) γαλλική pasteuriser < από το επώνυμο του γάλλου χημικού Louis Pasteur (Λουί Παστέρ) που δημιούργησε τη μέθοδο παστερίωσης

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ste.ɾiˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παστεριώνω

Ρήμα

παστεριώνω, αόρ.: παστερίωσα, παθ.φωνή: παστεριώνομαι, π.αόρ.: παστεριώθηκα, μτχ.π.π.: παστεριωμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.