αεροστεγής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αεροστεγής | η | αεροστεγής | το | αεροστεγές |
| γενική | του | αεροστεγούς* | της | αεροστεγούς | του | αεροστεγούς |
| αιτιατική | τον | αεροστεγή | την | αεροστεγή | το | αεροστεγές |
| κλητική | αεροστεγή(ς) | αεροστεγής | αεροστεγές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αεροστεγείς | οι | αεροστεγείς | τα | αεροστεγή |
| γενική | των | αεροστεγών | των | αεροστεγών | των | αεροστεγών |
| αιτιατική | τους | αεροστεγείς | τις | αεροστεγείς | τα | αεροστεγή |
| κλητική | αεροστεγείς | αεροστεγείς | αεροστεγή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αεροστεγής < αερο- (< αέρας) + -στεγής (< στέγω) ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) airtight)
Επίθετο
αεροστεγής, -ής, -ές
- που δεν επιτρέπει στον εξωτερικό αέρα να μπει στο εσωτερικό, ούτε το αντίστροφο
- αεροστεγής συσκευασία
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.