υπεργεγραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπεργεγραμμένος | η | υπεργεγραμμένη | το | υπεργεγραμμένο |
| γενική | του | υπεργεγραμμένου | της | υπεργεγραμμένης | του | υπεργεγραμμένου |
| αιτιατική | τον | υπεργεγραμμένο | την | υπεργεγραμμένη | το | υπεργεγραμμένο |
| κλητική | υπεργεγραμμένε | υπεργεγραμμένη | υπεργεγραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπεργεγραμμένοι | οι | υπεργεγραμμένες | τα | υπεργεγραμμένα |
| γενική | των | υπεργεγραμμένων | των | υπεργεγραμμένων | των | υπεργεγραμμένων |
| αιτιατική | τους | υπεργεγραμμένους | τις | υπεργεγραμμένες | τα | υπεργεγραμμένα |
| κλητική | υπεργεγραμμένοι | υπεργεγραμμένες | υπεργεγραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπεργεγραμμένος < ελληνιστική κοινή ὑπεργεγραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ὑπεργράφω < ὑπέρ + αρχαία ελληνική γράφω
Επίθετο
υπεργεγραμμένος
- που έχει γραφεί πάνω από κάτι άλλο
- ※ Το μη(νός) αποδίδεται με συνήθη βραχυγραφία (M με υπεργεγραμμένο μικρότερων διαστάσεων H). (Μαίρη–Ηλέκτρα Ζάχου–Κοντογιάννη, «Απελευθερωτικές επιγραφές Αιγινίου (Καλαμπάκας)», Εγνατία, 7 (2003) σελ. 47)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
υπεργεγραμμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.