υπεργράφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπεργράφω < ελληνιστική κοινή ὑπεργράφω < ὑπερ- + αρχαία ελληνική γράφω

Ρήμα

υπεργράφω

  1. υπογράφω υπέρ κάποιου άλλου ή σαν πληρεξούσιος άλλου
  2. (σπάνιο) γράφω πάνω από κάτι άλλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.