υδρατμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδρατμός οι υδρατμοί
      γενική του υδρατμού των υδρατμών
    αιτιατική τον υδρατμό τους υδρατμούς
     κλητική υδρατμέ υδρατμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδρατμός < υδρ(ο)- + ατμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική water vapour[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðɾatˈmcs/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υδρατμός

Ουσιαστικό

υδρατμός αρσενικό

  1. ατμός νερού
    Το νερό βράζει παράγοντας υδρατμούς.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.