σάπισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάπισμα τα σαπίσματα
      γενική του σαπίσματος των σαπισμάτων
    αιτιατική το σάπισμα τα σαπίσματα
     κλητική σάπισμα σαπίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάπισμα < σαπίζω + -μα

Ουσιαστικό

σάπισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.