ὑγειονόμος
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὑγειονόμος | οἱ | ὑγειονόμοι | ||||
| γενική | τοῦ | ὑγειονόμου | τῶν | ὑγειονόμων | ||||
| δοτική | τῷ | ὑγειονόμῳ | τοῖς | ὑγειονόμοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | ὑγειονόμον | τοὺς | ὑγειονόμους | ||||
| κλητική ὦ! | ὑγειονόμε | ὑγειονόμοι | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ʝi.oˈno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ὑ‐γει‐ο‐νό‐μος
Συγγενικά
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.