υγειονομικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υγειονομικό | ||
| γενική | του | υγειονομικού | ||
| αιτιατική | το | υγειονομικό | ||
| κλητική | υγειονομικό | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υγειονομικό ουδέτερο
- η υπηρεσία που ασχολείται με τη δημόσια υγεία
- το υγειονομικό σώμα, το τμήμα ενός στρατού που περιλαμβάνει γιατρούς και νοσοκόμους και περιθάλπει τους άρρωστους ή τραυματίες στρατιώτες
Συγγενικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υγειονομικό
- αιτιατική ενικού του υγειονομικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υγειονομικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.