τζαμωτό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζαμωτό τα τζαμωτά
      γενική του τζαμωτού των τζαμωτών
    αιτιατική το τζαμωτό τα τζαμωτά
     κλητική τζαμωτό τζαμωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζαμωτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τζαμωτός

Ουσιαστικό

τζαμωτό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τζαμωτό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.