περιβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιβάλλω. Συγχρονικά αναλύεται σε < περι- + βάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐βάλ‐λω
Ρήμα
περιβάλλω, πρτ.: περιέβαλλα, αόρ.: περιέβαλα, παθ.φωνή: περιβάλλομαι, π.αόρ.: περιβλήθηκα, μτχ.π.π.: περιβεβλημένος/περιβλημένος
Συγγενικά
Κλίση
- Μετοχή παθητικού παρακειμένου: περιβλημένος και λόγια περιβεβλημένος
- Και λόγια μετοχή ενεργητικού ενεστώτα: περιβάλλων, περιβάλλουσα, περιβάλλον
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιβάλλω | περιέβαλλα | θα περιβάλλω | να περιβάλλω | περιβάλλοντας | |
| β' ενικ. | περιβάλλεις | περιέβαλλες | θα περιβάλλεις | να περιβάλλεις | περίβαλλε | |
| γ' ενικ. | περιβάλλει | περιέβαλλε | θα περιβάλλει | να περιβάλλει | ||
| α' πληθ. | περιβάλλουμε | περιβάλλαμε | θα περιβάλλουμε | να περιβάλλουμε | ||
| β' πληθ. | περιβάλλετε | περιβάλλατε | θα περιβάλλετε | να περιβάλλετε | περιβάλλετε | |
| γ' πληθ. | περιβάλλουν(ε) | περιέβαλλαν περιβάλλαν(ε) |
θα περιβάλλουν(ε) | να περιβάλλουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιέβαλα | θα περιβάλω | να περιβάλω | περιβάλει | ||
| β' ενικ. | περιέβαλες | θα περιβάλεις | να περιβάλεις | περίβαλε | ||
| γ' ενικ. | περιέβαλε | θα περιβάλει | να περιβάλει | |||
| α' πληθ. | περιβάλαμε | θα περιβάλουμε | να περιβάλουμε | |||
| β' πληθ. | περιβάλατε | θα περιβάλετε | να περιβάλετε | περιβάλτε | ||
| γ' πληθ. | περιέβαλαν περιβάλαν(ε) |
θα περιβάλουν(ε) | να περιβάλουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιβάλει | είχα περιβάλει | θα έχω περιβάλει | να έχω περιβάλει | ||
| β' ενικ. | έχεις περιβάλει | είχες περιβάλει | θα έχεις περιβάλει | να έχεις περιβάλει | έχε περιβεβλημένο | |
| γ' ενικ. | έχει περιβάλει | είχε περιβάλει | θα έχει περιβάλει | να έχει περιβάλει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιβάλει | είχαμε περιβάλει | θα έχουμε περιβάλει | να έχουμε περιβάλει | ||
| β' πληθ. | έχετε περιβάλει | είχατε περιβάλει | θα έχετε περιβάλει | να έχετε περιβάλει | έχετε περιβεβλημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν περιβάλει | είχαν περιβάλει | θα έχουν περιβάλει | να έχουν περιβάλει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) περιβεβλημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) περιβεβλημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) περιβεβλημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) περιβεβλημένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιβάλλομαι | περιβαλλόμουν(α) | θα περιβάλλομαι | να περιβάλλομαι | ||
| β' ενικ. | περιβάλλεσαι | περιβαλλόσουν(α) | θα περιβάλλεσαι | να περιβάλλεσαι | ||
| γ' ενικ. | περιβάλλεται | περιβαλλόταν(ε) | θα περιβάλλεται | να περιβάλλεται | ||
| α' πληθ. | περιβαλλόμαστε | περιβαλλόμαστε περιβαλλόμασταν |
θα περιβαλλόμαστε | να περιβαλλόμαστε | ||
| β' πληθ. | περιβάλλεστε | περιβαλλόσαστε περιβαλλόσασταν |
θα περιβάλλεστε | να περιβάλλεστε | περιβάλλεστε | |
| γ' πληθ. | περιβάλλονται | περιβάλλονταν περιβαλλόντουσαν |
θα περιβάλλονται | να περιβάλλονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιβλήθηκα | θα περιβληθώ | να περιβληθώ | περιβληθεί | ||
| β' ενικ. | περιβλήθηκες | θα περιβληθείς | να περιβληθείς | |||
| γ' ενικ. | περιβλήθηκε | θα περιβληθεί | να περιβληθεί | |||
| α' πληθ. | περιβληθήκαμε | θα περιβληθούμε | να περιβληθούμε | |||
| β' πληθ. | περιβληθήκατε | θα περιβληθείτε | να περιβληθείτε | περιβληθείτε | ||
| γ' πληθ. | περιβλήθηκαν περιβληθήκαν(ε) |
θα περιβληθούν(ε) | να περιβληθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω περιβληθεί | είχα περιβληθεί | θα έχω περιβληθεί | να έχω περιβληθεί | περιβεβλημένος | |
| β' ενικ. | έχεις περιβληθεί | είχες περιβληθεί | θα έχεις περιβληθεί | να έχεις περιβληθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει περιβληθεί | είχε περιβληθεί | θα έχει περιβληθεί | να έχει περιβληθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιβληθεί | είχαμε περιβληθεί | θα έχουμε περιβληθεί | να έχουμε περιβληθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε περιβληθεί | είχατε περιβληθεί | θα έχετε περιβληθεί | να έχετε περιβληθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιβληθεί | είχαν περιβληθεί | θα έχουν περιβληθεί | να έχουν περιβληθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι περιβεβλημένος - είμαστε, είστε, είναι περιβεβλημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν περιβεβλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν περιβεβλημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι περιβεβλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι περιβεβλημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι περιβεβλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι περιβεβλημένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- περιβάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιβάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.