τζάμι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τζάμι | τα | τζάμια |
| γενική | του | τζαμιού | των | τζαμιών |
| αιτιατική | το | τζάμι | τα | τζάμια |
| κλητική | τζάμι | τζάμια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τζάμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική cam < περσική جام (jâm)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡za.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζά‐μι
Ουσιαστικό
τζάμι ουδέτερο
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.