ρίσκο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρίσκο | τα | ρίσκα |
| γενική | του | ρίσκου | των | ρίσκων |
| αιτιατική | το | ρίσκο | τα | ρίσκα |
| κλητική | ρίσκο | ρίσκα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρίσκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική rischio
Ουσιαστικό
ρίσκο ουδέτερο
- πιθανός κίνδυνος, διακινδύνευση
- (οικονομία) η επίπτωση της αβεβαιότητας στις επενδύσεις ή, γενικότερα, στην οικονομική κατάσταση του ατόμου
Συγγενικά
Εκφράσεις
- παίρνω τα ρίσκα μου: προχωρώ σε μια ενέργεια αποδεχόμενος τους πιθανούς κινδύνους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.