τυραννία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυραννία οι τυραννίες
      γενική της τυραννίας των τυραννιών
    αιτιατική την τυραννία τις τυραννίες
     κλητική τυραννία τυραννίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυραννία < αρχαία ελληνική τυραννία

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.ɾaˈni.a/

Ουσιαστικό

τυραννία θηλυκό

  1. το πολίτευμα κατά το οποίο την εξουσία ασκεί ένας τύραννος, η τυραννίδα
  2. (γενικότερα) η σκληρή και καταπιεστική διακυβέρνηση
  3. (γενικότερα) η σκληρή και καταπιεστική συμπεριφορά
  4. (γενικότερα) οτιδήποτε μας τυραννάει, μας ταλαιπωρεί

  • τυραγνία

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.