τυραννία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυραννία | οι | τυραννίες |
| γενική | της | τυραννίας | των | τυραννιών |
| αιτιατική | την | τυραννία | τις | τυραννίες |
| κλητική | τυραννία | τυραννίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τυραννία < αρχαία ελληνική τυραννία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.ɾaˈni.a/
Ουσιαστικό
τυραννία θηλυκό
- τυραγνία
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- τυραννία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τυραννία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.