τσακιστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσακιστός η τσακιστή το τσακιστό
      γενική του τσακιστού της τσακιστής του τσακιστού
    αιτιατική τον τσακιστό την τσακιστή το τσακιστό
     κλητική τσακιστέ τσακιστή τσακιστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσακιστοί οι τσακιστές τα τσακιστά
      γενική των τσακιστών των τσακιστών των τσακιστών
    αιτιατική τους τσακιστούς τις τσακιστές τα τσακιστά
     κλητική τσακιστοί τσακιστές τσακιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τσακιστός < τσακίζω, τσακισ- + -τός

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡sa.ciˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσακιστός

Επίθετο

τσακιστός, -ή, -ό

  1. που έχει κοπανηθεί, που έχει τσακιστεί (χτυπηθεί)
    τσακιστές ελιές
  2. που έχει τσάκιση (όπως για ρούχα)
     αντώνυμα: ατσάκιστος

Εκφράσεις

  • (δε δίνω) δεκάρα τσακιστή, πεντάρα τσακιστή

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη τσακίζω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.