τσακισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσακισμένος η τσακισμένη το τσακισμένο
      γενική του τσακισμένου της τσακισμένης του τσακισμένου
    αιτιατική τον τσακισμένο την τσακισμένη το τσακισμένο
     κλητική τσακισμένε τσακισμένη τσακισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσακισμένοι οι τσακισμένες τα τσακισμένα
      γενική των τσακισμένων των τσακισμένων των τσακισμένων
    αιτιατική τους τσακισμένους τις τσακισμένες τα τσακισμένα
     κλητική τσακισμένοι τσακισμένες τσακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τσακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τσακίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡sa.ciˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσακισμένος

Μετοχή

τσακισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη τσακίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.