κοπανώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοπανώ < κοπανίζω < (ελληνιστική κοινή) κοπανίζω < κόπανος < αρχαία ελληνική κόπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kop- (χτυπώ, πλήττω)
Ρήμα
κοπανώ
- χτυπώ τα ρούχα με τον κόπανο
- χτυπώ κάτι ή κάποιον, του καταφέρω διαδοχικά χτυπήματα
- ※ Κοιμήσου τώρα και κλείσε τα παράθυρα. Δεν μπορώ να τ' ακούω, τα κοπανά ο αγέρας... (Γιάννης Ξανθούλης (1984) Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: χτυπώ, σφυροκοπώ
- την κοπανάω:
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.