τσάκισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσάκισμα | τα | τσακίσματα |
| γενική | του | τσακίσματος | των | τσακισμάτων |
| αιτιατική | το | τσάκισμα | τα | τσακίσματα |
| κλητική | τσάκισμα | τσακίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσάκισμα < τσακίζω
Ουσιαστικό
τσάκισμα ουδέτερο
- η συνέπεια του τσακίζω
- κτύπημα, δίπλωση, τραυματισμός
- αλλαγή φωνητικού τόνου
- χορευτική φιγούρα
Σύνθετα
Μεταφράσεις
τσάκισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.