καραβοτσακισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καραβοτσακισμένος | η | καραβοτσακισμένη | το | καραβοτσακισμένο |
| γενική | του | καραβοτσακισμένου | της | καραβοτσακισμένης | του | καραβοτσακισμένου |
| αιτιατική | τον | καραβοτσακισμένο | την | καραβοτσακισμένη | το | καραβοτσακισμένο |
| κλητική | καραβοτσακισμένε | καραβοτσακισμένη | καραβοτσακισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καραβοτσακισμένοι | οι | καραβοτσακισμένες | τα | καραβοτσακισμένα |
| γενική | των | καραβοτσακισμένων | των | καραβοτσακισμένων | των | καραβοτσακισμένων |
| αιτιατική | τους | καραβοτσακισμένους | τις | καραβοτσακισμένες | τα | καραβοτσακισμένα |
| κλητική | καραβοτσακισμένοι | καραβοτσακισμένες | καραβοτσακισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καραβοτσακισμένος < ΄καράβι και τσακίζομαι
Μετοχή
καραβοτσακισμένος
- που έχει συνδεθεί με ναυάγιο πλοίου ή γενικά που έχει ταλαιπωρηθεί πολυ στη θάλασσα (καράβι, καϊκι, αλλά και άνθρωπος, όπως ένας ψαράς ή κυρίως ένας ναυτικός)
- που είναι πολύ ταλαιπωρημένος, που έχει βασανιστεί στη ζωή του, έχει περάσει από εξαιρετικά μεγάλες δοκιμασίες
Μεταφράσεις
καραβοτσακισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.