τρελοκαμπέρω
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρελοκαμπέρω | οι | τρελοκαμπέρες |
| γενική | της | τρελοκαμπέρως | των | τρελοκαμπέρων |
| αιτιατική | την | τρελοκαμπέρω | τις | τρελοκαμπέρες |
| κλητική | τρελοκαμπέρω | τρελοκαμπέρες | ||
| Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρελοκαμπέρω < τρελο- + καμπέρω
- λιγότερο πιθανές εκδοχές:
- < τρελο- + καμπέρ(ης) ( < (άμεσο δάνειο) τουρκική kamber (σύντροφος, ταίρι) + -ω[1]
- κλητική τρελο- Καμπέρο! προσωνύμιο του Δημητρίου Καμπέρου, αεροπόρου που έκανε ριψοκίνδυνες πτήσεις στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.[2] Η ετυμολογία αμφισβητείται, καθώς η λέξη ζουρλοκαμπέρω υπάρχει από το 1899.[3]
Ουσιαστικό
τρελοκαμπέρω θηλυκό
- (λαϊκότροπο, οικείο) γυναίκα που έχει ζωηρό και απερίσκεπτο χαρακτήρα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τρελοκαμπέρω
|
|
- τρελοκαμπέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Νίκος Σαραντάκος, Άλλο ο τρελοκαμπέρος, άλλο η τρελοκαμπέρω!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.