τρελόπαιδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρελόπαιδο τα τρελόπαιδα
      γενική του τρελόπαιδου των τρελόπαιδων
    αιτιατική το τρελόπαιδο τα τρελόπαιδα
     κλητική τρελόπαιδο τρελόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρελόπαιδο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τρελόπαιδο ουδέτερο

  1. ζωηρό και άτακτο παιδί
  2. (ειδικότερα) ζωηρό και άτακτο αγόρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.