μουρλέγκω

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουρλέγκω οι μουρλέγκες
      γενική της μουρλέγκως των μουρλέγκων
    αιτιατική τη μουρλέγκω τις μουρλέγκες
     κλητική μουρλέγκω μουρλέγκες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουρλέγκω < μουρλαίγκω με απλογράφηση < μουρλαίν(ω) + -κω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /muɾˈleŋ.ɡo/

Ουσιαστικό

μουρλέγκω θηλυκό και μουρλαίγκω

Συνώνυμα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.