τρελοκόριτσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρελοκόριτσο τα τρελοκόριτσα
      γενική του τρελοκόριτσου των τρελοκόριτσων
    αιτιατική το τρελοκόριτσο τα τρελοκόριτσα
     κλητική τρελοκόριτσο τρελοκόριτσα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρελοκόριτσο < τρελο- + κορίτσι + -ο (ουδέτερο)

Ουσιαστικό

τρελοκόριτσο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.