τρελο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρελο- < τρελός


Πρόθημα

τρελο- ή τρελό-

α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει:
  1. τον τρελό, αυτόν που έχει ψυχονευρωτική αστάθεια, και ό,τι σχετίζεται με αυτόν
  2. τον απρόβλεπτο
  3. κάτι που χαρακτηρίζεται από υπερβολή και παραλογισμό

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.