τρελοπαντιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρελοπαντιέρα οι τρελοπαντιέρες
      γενική της τρελοπαντιέρας
    αιτιατική την τρελοπαντιέρα τις τρελοπαντιέρες
     κλητική τρελοπαντιέρα τρελοπαντιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρελοπαντιέρα < τρελός + -ο- + παντιέρα ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική pazzo a bandiera (θεότρελος)

Ουσιαστικό

τρελοπαντιέρα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.