τρελέγκω

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρελέγκω οι τρελέγκες
      γενική της τρελέγκως των τρελέγκων
    αιτιατική την τρελέγκω τις τρελέγκες
     κλητική τρελέγκω τρελέγκες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρελέγκω < απλογράφηση του τρελαίγκω < τρελαί(νω) + -κω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾeˈleŋ.ɡo/

Ουσιαστικό

τρελέγκω θηλυκό

Συνώνυμα

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.