τραυματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τραυματικός | η | τραυματική | το | τραυματικό |
| γενική | του | τραυματικού | της | τραυματικής | του | τραυματικού |
| αιτιατική | τον | τραυματικό | την | τραυματική | το | τραυματικό |
| κλητική | τραυματικέ | τραυματική | τραυματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τραυματικοί | οι | τραυματικές | τα | τραυματικά |
| γενική | των | τραυματικών | των | τραυματικών | των | τραυματικών |
| αιτιατική | τους | τραυματικούς | τις | τραυματικές | τα | τραυματικά |
| κλητική | τραυματικοί | τραυματικές | τραυματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τραυματικός < ελληνιστική κοινή τραυματικός < αρχαία ελληνική τραῦμᾰ < τιτρώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₃- (τραυματίζω) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική traumatique[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική traumatic[1])
Επίθετο
τραυματικός
Συγγενικά
- τραυματικά
- → δείτε τη λέξη τραύμα
Μεταφράσεις
τραυματικός
- τραυματικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.