ψυχικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψυχικό τα ψυχικά
      γενική του ψυχικού των ψυχικών
    αιτιατική το ψυχικό τα ψυχικά
     κλητική ψυχικό ψυχικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ψυχικό ουδέτερο

  • η καλή πράξη, η ευεργεσία, η παροχή ουσιαστικής βοήθειας προς κάποιον που έχει ανάγκη
    Άμα του βρεις δουλειά, θα κάνεις ψυχικό (βοήθησέ τον, έχει ανάγκη, θα ωφεληθεί η ψυχή σου)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψυχικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.