τραγιάσκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τραγιάσκα | οι | τραγιάσκες |
| γενική | της | τραγιάσκας | των | (τραγιασκών) |
| αιτιατική | την | τραγιάσκα | τις | τραγιάσκες |
| κλητική | τραγιάσκα | τραγιάσκες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

άνδρας με τραγιάσκα
Ετυμολογία
Αναφορές
- Από την ζητωκραυγή «trăiască România» και «ζήτω η Ελλάς», που ακουγόταν στις αρχές του 20ού αιώνα κατά την επίσκεψη 250-300 Ρουμάνων φοιτητών, «με επικεφαλής τον καθηγητή Τοτσυλέσκου. Η υποδοχή όπου κι αν πήγαν, Αθήνα και επαρχία, ήταν ενθουσιώδης και έτσι άρχισε να ακούγεται πολύ, μα πάρα πολύ, η ζητωκραυγή τραγιάσκα Ρουμανία». (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.