ζητωκραυγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζητωκραυγή | οι | ζητωκραυγές |
| γενική | της | ζητωκραυγής | των | ζητωκραυγών |
| αιτιατική | τη | ζητωκραυγή | τις | ζητωκραυγές |
| κλητική | ζητωκραυγή | ζητωκραυγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ζητωκραυγή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.