κασκέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κασκέτο τα κασκέτα
      γενική του κασκέτου των κασκέτων
    αιτιατική το κασκέτο τα κασκέτα
     κλητική κασκέτο κασκέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γυναίκα με κασκέτο

Ετυμολογία

κασκέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική caschetto, υποκοριστικό του casco με επίθημα -etto < ισπανική casco < cascar < λατινική quasso < quatio< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷeh₁t- (κουνώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈsce.to/

Ουσιαστικό

κασκέτο ουδέτερο

  • κασκέττο (κατά την ιταλική ορθογραφία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.