τρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίζω [1] ηχομιμητικής αρχής [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρί‐ζω
Ρήμα
τρίζω, αόρ.: έτριξα, μτχ.π.π.: τριγμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- βγάζω λεπτό, ξερό και τρεμουλιαστό ήχο
- ↪ το παλιό ξύλινο πάτωμα έτριζε κάθε φορά που κάποιος περπατούσε πάνω του
- (μεταφορικά) για κάτι που βρίσκεται σε κρίση ή κλονίζεται
- ↪ τρίζουν τα θεμέλια της οικονομίας
Εκφράσεις
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
τριζ- τριγ- τριξ-
τριζ- τριγ- τριξ-
- βογγοτρίζω
- δοντοτρίξιμο
- κουφοτρίζω
- σεισμοτρίζω
- σιγοτρίζω
- σιγοτρίξιμο
- συχνοτρίζω
- τριγμένος
- τριγμός
- τριζανιστά
- τριζάτος
- τριζοβολάω / τριζοβολώ
- τριζοβόλημα, τριζοβόλισμα
- τριζοβόλι
- τριζογελώ
- τριζογέρνω
- τριζοδέρνω
- τριζοκοπάω / τριζοκοπώ
- τριζοκόπημα
- τριζοκρύσταλλος
- τριζολάμπω
- τριζολογάω / τριζολογώ
- τριζομανώ
- τριζομαχάω
- τριζομανούμαι
- τριζονάκι
- τριζόνι
- τριζονίζω
- τριζονολόγος
- τριζοπατώ
- τριζοσέρνω, τριζοσέρνομαι
- τριζωτός
- τριξαλούδα, τριξαλούδι
- τριξαλίδι
- τριξιματάκι
- τρίξιμο
- τρισμός (ιατρική)
- υποτριγμός
- υποτρίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τρίζω | έτριζα | θα τρίζω | να τρίζω | τρίζοντας | |
| β' ενικ. | τρίζεις | έτριζες | θα τρίζεις | να τρίζεις | τρίζε | |
| γ' ενικ. | τρίζει | έτριζε | θα τρίζει | να τρίζει | ||
| α' πληθ. | τρίζουμε | τρίζαμε | θα τρίζουμε | να τρίζουμε | ||
| β' πληθ. | τρίζετε | τρίζατε | θα τρίζετε | να τρίζετε | τρίζετε | |
| γ' πληθ. | τρίζουν(ε) | έτριζαν τρίζαν(ε) |
θα τρίζουν(ε) | να τρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έτριξα | θα τρίξω | να τρίξω | τρίξει | ||
| β' ενικ. | έτριξες | θα τρίξεις | να τρίξεις | τρίξε | ||
| γ' ενικ. | έτριξε | θα τρίξει | να τρίξει | |||
| α' πληθ. | τρίξαμε | θα τρίξουμε | να τρίξουμε | |||
| β' πληθ. | τρίξατε | θα τρίξετε | να τρίξετε | τρίξτε | ||
| γ' πληθ. | έτριξαν τρίξαν(ε) |
θα τρίξουν(ε) | να τρίξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τρίξει | είχα τρίξει | θα έχω τρίξει | να έχω τρίξει | ||
| β' ενικ. | έχεις τρίξει | είχες τρίξει | θα έχεις τρίξει | να έχεις τρίξει | έχε τριγμένο | |
| γ' ενικ. | έχει τρίξει | είχε τρίξει | θα έχει τρίξει | να έχει τρίξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τρίξει | είχαμε τρίξει | θα έχουμε τρίξει | να έχουμε τρίξει | ||
| β' πληθ. | έχετε τρίξει | είχατε τρίξει | θα έχετε τρίξει | να έχετε τρίξει | έχετε τριγμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν τρίξει | είχαν τρίξει | θα έχουν τρίξει | να έχουν τρίξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) τριγμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) τριγμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) τριγμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) τριγμένο | |||||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τριγμένος - είμαστε, είστε, είναι τριγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τριγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τριγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τριγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τριγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τριγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τριγμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- τρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.