τρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίζω [1] ηχομιμητικής αρχής [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρίζω

Ρήμα

τρίζω, αόρ.: έτριξα, μτχ.π.π.: τριγμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. βγάζω λεπτό, ξερό και τρεμουλιαστό ήχο
    το παλιό ξύλινο πάτωμα έτριζε κάθε φορά που κάποιος περπατούσε πάνω του
  2. (μεταφορικά) για κάτι που βρίσκεται σε κρίση ή κλονίζεται
    τρίζουν τα θεμέλια της οικονομίας

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
τριζ- τριγ- τριξ- 

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.