τριγμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τριγμός | οι | τριγμοί |
| γενική | του | τριγμού | των | τριγμών |
| αιτιατική | τον | τριγμό | τους | τριγμούς |
| κλητική | τριγμέ | τριγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τριγμός, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική < τρίζω
Ουσιαστικό
τριγμός αρσενικό
- ο ήχος που ακούγεται όταν κάτι τρίζει
- (μεταφορικά) η πρώτη ένδειξη ότι ένα σύστημα απειλείται από σοβαρό κίνδυνο αποσταθεροποίησης και ίσως κατάρρευσης
- Τριγμοί στο τραπεζικό σύστημα του Αφγανιστάν (Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 3 Σεπτεμβρίου 2010 )
Μεταφράσεις
τριγμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.