τριζοκόπημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τριζοκόπημα | τα | τριζοκοπήματα |
| γενική | του | τριζοκοπήματος | των | τριζοκοπημάτων |
| αιτιατική | το | τριζοκόπημα | τα | τριζοκοπήματα |
| κλητική | τριζοκόπημα | τριζοκοπήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τριζοκόπημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.