τριζάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τριζάτος | η | τριζάτη | το | τριζάτο |
| γενική | του | τριζάτου | της | τριζάτης | του | τριζάτου |
| αιτιατική | τον | τριζάτο | την | τριζάτη | το | τριζάτο |
| κλητική | τριζάτε | τριζάτη | τριζάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τριζάτοι | οι | τριζάτες | τα | τριζάτα |
| γενική | των | τριζάτων | των | τριζάτων | των | τριζάτων |
| αιτιατική | τους | τριζάτους | τις | τριζάτες | τα | τριζάτα |
| κλητική | τριζάτοι | τριζάτες | τριζάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾiˈza.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐ζά‐τος
Επίθετο
τριζάτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που τρίζει
- (υπόδηση) για καινούρια παπούτσια
- (ενδυμασία)
- για άνθρωπο που φορά καινούρια ρούχα
- με φροντισμένη εμφάνιση
- ↪ μας ήρθε στην τρίχα, τριζάτος και φρεσκοξυρισμένος
Αναφορές
- τριζάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.