τριζάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριζάτος η τριζάτη το τριζάτο
      γενική του τριζάτου της τριζάτης του τριζάτου
    αιτιατική τον τριζάτο την τριζάτη το τριζάτο
     κλητική τριζάτε τριζάτη τριζάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριζάτοι οι τριζάτες τα τριζάτα
      γενική των τριζάτων των τριζάτων των τριζάτων
    αιτιατική τους τριζάτους τις τριζάτες τα τριζάτα
     κλητική τριζάτοι τριζάτες τριζάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τριζάτος < τρίζ(ω) + -άτος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾiˈza.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τριζάτος

Επίθετο

τριζάτος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που τρίζει
  2. (υπόδηση) για καινούρια παπούτσια
  3. (ενδυμασία)
    1. για άνθρωπο που φορά καινούρια ρούχα
    2. με φροντισμένη εμφάνιση
      μας ήρθε στην τρίχα, τριζάτος και φρεσκοξυρισμένος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.