τριζοκοπάω
Νέα ελληνικά (el)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- τριζοκόπημα
- → δείτε τις λέξεις τρίζω και κόβω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τριζοκοπάω - τριζοκοπώ | τριζοκοπούσα | θα τριζοκοπάω - τριζοκοπώ | να τριζοκοπάω - τριζοκοπώ | τριζοκοπώντας | |
| β' ενικ. | τριζοκοπάς | τριζοκοπούσες | θα τριζοκοπάς | να τριζοκοπάς | τριζοκόπα - τριζοκόπαγε | |
| γ' ενικ. | τριζοκοπάει - τριζοκοπά | τριζοκοπούσε | θα τριζοκοπάει - τριζοκοπά | να τριζοκοπάει - τριζοκοπά | ||
| α' πληθ. | τριζοκοπάμε - τριζοκοπούμε | τριζοκοπούσαμε | θα τριζοκοπάμε - τριζοκοπούμε | να τριζοκοπάμε - τριζοκοπούμε | ||
| β' πληθ. | τριζοκοπάτε | τριζοκοπούσατε | θα τριζοκοπάτε | να τριζοκοπάτε | τριζοκοπάτε | |
| γ' πληθ. | τριζοκοπάν(ε) - τριζοκοπούν(ε) | τριζοκοπούσαν(ε) | θα τριζοκοπάν(ε) - τριζοκοπούν(ε) | να τριζοκοπάν(ε) - τριζοκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τριζοκόπησα | θα τριζοκοπήσω | να τριζοκοπήσω | τριζοκοπήσει | ||
| β' ενικ. | τριζοκόπησες | θα τριζοκοπήσεις | να τριζοκοπήσεις | τριζοκόπα - τριζοκόπησε | ||
| γ' ενικ. | τριζοκόπησε | θα τριζοκοπήσει | να τριζοκοπήσει | |||
| α' πληθ. | τριζοκοπήσαμε | θα τριζοκοπήσουμε | να τριζοκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | τριζοκοπήσατε | θα τριζοκοπήσετε | να τριζοκοπήσετε | τριζοκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | τριζοκόπησαν τριζοκοπήσαν(ε) |
θα τριζοκοπήσουν(ε) | να τριζοκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τριζοκοπήσει | είχα τριζοκοπήσει | θα έχω τριζοκοπήσει | να έχω τριζοκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τριζοκοπήσει | είχες τριζοκοπήσει | θα έχεις τριζοκοπήσει | να έχεις τριζοκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τριζοκοπήσει | είχε τριζοκοπήσει | θα έχει τριζοκοπήσει | να έχει τριζοκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τριζοκοπήσει | είχαμε τριζοκοπήσει | θα έχουμε τριζοκοπήσει | να έχουμε τριζοκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τριζοκοπήσει | είχατε τριζοκοπήσει | θα έχετε τριζοκοπήσει | να έχετε τριζοκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τριζοκοπήσει | είχαν τριζοκοπήσει | θα έχουν τριζοκοπήσει | να έχουν τριζοκοπήσει |
| |
Μεταφράσεις
τριζοκοπάω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.